- κυνηγώ
- (AM κυνηγῶ, -έω, Α δωρ. τ. κυναγῶ, -έω, Μ και κυνηγεύω και κυνηγεύγω) [κυνηγός]1. συλλαμβάνω και φονεύω πουλιά ή άλλα ζώα, συνήθως με τη βοήθεια κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο κυνήγι πτηνών ή άλλων ζώων2. καταδιώκω κάποιον για να τόν συλλάβω ή και να τόν κακοποιήσω (α. «κυνηγά με μανία τον φονιά τής γυναίκας του» β. «η αστυνομία έχει καθήκον να κυνηγά ακατάπαυστα τους εμπόρους ναρκωτικών» γ. «δραπετεύων ἀτεχνώς ἐκυνηγεῑτο», Πλούτ.)νεοελλ.1. καταδιώκω, κατατρέχω, προσπαθώ να βλάψω, δεν αφήνω κάποιον σε ησυχία (α. «ούτε ο προϊστάμενος δεν μάς κυνηγά τόσο όσο αυτή» β. «σ' όλη του τη ζωὴ θα τόν κυνηγούν οι τύψεις»)2. (αμτβ.) βγαίνω για κυνήγι, είμαι κυνηγός3. φρ. α) «μέ κυνηγά η τύχη μου» — μού συμβαίνουν απανωτές ατυχίες και συμφορέςβ) «κυνηγώ τη δουλειά μου» — είμαι αφοσιωμένης στη δουλειά μου και προσπαθώ να τή βελτιώσωγ) «μέ κυνηγά ο χρόνος» — βιάζομαι πολύ, δεν προλαβαίνωνεοελλ.-μσν.1. επιζητώ να συναντήσω κάποιον ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, έχω στόχο (α. «τρεις εβδομάδες κυνηγάμε τον δήμαρχο για να συζητήσουμε» β. «κυνηγά παλιούς δίσκους κλασικής μουσικής»)2. επιτυγχάνω3. ψαρεύωμσν.(αμτβ.) βιάζομαι, σπεύδω.
Dictionary of Greek. 2013.